Είκοσι περίπου χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Λεμεσού, σε υψόμετρο 410 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, βρίσκεται η Αψιού. Στα πόδια του χωριού ρέει το ποταμός Γαρύλης. Τα περιβόλια που περιβάλλουν το χωριό με τα αμπέλια απέναντι, ανάμεικτα από ελιές και χαρουπιές, καθώς και το δάσος στα βορειοανατολικά συνθέτουν ένα μοναδικό γραφικό τοπίο.

Η Αψιού συνδέεται οδικά με τον κύριο δρόμο Λεμεσού – Καλού Χωριού στα δυτικά, με τον Λουβαρά στα βόρεια, στα νότια με την Φασούλα, στα νοτιοανατολικά με την Μαθηκολώνη. Στα ανατολικά ο δρόμος συνεχίζεται μέχρι το μοναστήρι της Αμιρούς.

Ο πληθυσμός της κοινότητας γνώρισε πολλές αυξομειώσεις στη μακρόχρονη ιστορία του. Το 1881 οι κάτοικοι της Αψιού ήταν 183, για να αυξηθούν στους 262 το 1921, να μειωθούν στους 244 το 1931, για να αυξηθούν και πάλι στους 304 το 1973 και να μειωθούν στους 212 το 1982. Στην απογραφή του 2001 οι κάτοικοι της Αψιούς ανέρχονταν στους 230.

Η Αψιού ήταν ένα από τα χωριά της Μεγάλης Κουμμανταρίας, αναφέρεται δε από τον Μας Λατρί ως Apsiu και Apsius. Ο Γκάννις αναφέρει την εκκλησία της Παναγίας, κτίσμα του 1740, καθώς και το πολύ γνωστό μοναστήρι της Αμιρούς.

Για την ονομασία του χωριού υπάρχουν αρκετές εκδοχές. Μια εκδοχή του Νέαρχου Κληρίδη αναφέρει πως το χωριό πήρε το όνομα του από τους πρώτους μεταλλουργούς που δούλεψαν εδώ. Ήρθαν από την Νάξο, Ναξιώτες, Αξιώτες, Αψιώτες, Αψιού. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι αρκετοί κάτοικοι της Απαισιάς μετακόμισαν στην περιοχή και προήλθε η ονομασία από το Απαισιά, Απαισιού, Αψιού.

Ανάμεσα στις δύο γειτονιές του χωριού, την πάνω Αψιού και την κάτω Αψιού, στην κορφή του λόφου είναι το σχολείο. Παλαιότερα ο λόφος ήταν πιο ψηλός και επιβλητικός. Εκεί ήταν κτισμένο το παλιό σχολείο, ένα αρχοντικό κτίσμα του 1905 δωρεά του Θωμά Παπαδόπουλου. Δυστυχώς το κτίριο αυτό κατεδαφίστηκε , ο λόφος χαμήλωσε και διαπλατύνθηκε για να κτιστεί το καινούργιο σχολείο.

Από το νότιο μέρος του σχολείου φαίνεται η «Οινοποιητική». Πριν από αρκετά χρόνια γινόταν επί τόπου η επεξεργασία των σταφυλιών για να παραχθεί η κουμανταρία. Για δεκαπέντε μέρες το γήπεδο, τα αλώνια και τα γύρω χωράφια μετατρέπονταν σε μια μεγάλη «απλώστρα», όπου απλώνονταν τα σταφύλια για να μαραθούν. Πολλά σχολεία διοργάνωναν εκδρομές για να παρακολουθήσουν από κοντά την διαδικασία παραγωγής της κουμανταρίας. Σήμερα το εργοστάσιο παραμένει κλειστό και βουβό με την ελπίδα πως θα επαναλειτουργήσει.

Στη περιοχή του χωριού παλαιότερα λειτουργούσαν και αρκετά μεταλλεία και λατομεία. Το μεταλλείο σιδηροπυρίτη λειτούργησε από το 1934-1954 ενώ το μεταλλείο χαλκοπυρίτη είναι παλαιότερο. Υπήρχε το λατομείο που έβγαζε χώμα για την κατασκευή κεραμιδιών και τούβλων, ενώ ένα άλλο έβγαζε χώμα για την παραγωγή πιθαριών και για μικρές πλάκες, ενώ κάποιο άλλο έβγαζε χώμα για την κατασκευή πιάτων και άλλων αγγείων. Από το 1940 μέχρι το 1965 σχεδόν όλο το χωριό δούλευε στο «Χώμα». Σήμερα τίποτα από αυτά δεν λειτουργεί. Το μόνο που χρειάζεται είναι η αναδάσωση και αποκατάσταση του τοπίου.

Πριν εμφανιστούν τα σύγχρονα ελαιοτριβεία υπήρχαν στο χωριό δύο ελιόμυλοι που ανήκαν στην εκκλησία. Ότι απομένει σήμερα από τους δύο ελιόμυλους είναι μια μυλόπετρα στην αυλή του Αγίου Επιφανίου και ένα μέρος του πιεστηρίου στον ελιόμυλο της Παναγίας.

Ένα μοναδικό φυσικό φαινόμενο που παρατηρείται στην περιοχή της Αψιούς είναι η μεγάλη ποικιλία πετρωμάτων που υπάρχει εκεί. Λόγω της ιδιαιτερότητας του εδάφους υπάρχει μεγάλο γεωλογικό ενδιαφέρον από διάφορους επιστήμονες οι οποίοι επισκέπτονται την περιοχή για να μελετήσουν τα πετρώματα.